- μεταγράφει
- μεταγράφωcopypres ind mp 2nd sgμεταγράφωcopypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βεβαίωση — Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος. Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
μεταγραφέας — ο (ΑM μεταγραφεύς, έως) [μεταγράφω] νεοελλ. αυτός που μεταγράφει, που μεταβάλλει τη γραφή μιας λέξης μσν. αρχ. αντιγραφέας … Dictionary of Greek
Αντζέλικο, Φρα (Μπεάτο Τζιοβάνι) — (Il Beato Fra Giovanni Angelico, Βίκιο ιν Μουτζέλο, Φλωρεντία 1400; – Ρώμη 1455). Ιταλός ζωγράφος. Ο Φρα Τζιοβάνι ντα Φιεζόλε, στον αιώνα του γνωστός ως ΓκουίντοΓκουιντολίνοντι Πιέτρο, επονομάστηκε Α. (δηλαδή αγγελικός) για την εξαιρετική χάρη… … Dictionary of Greek
Γιαννάκης, Παναγιώτης — (Νίκαια 1959 –). Μπασκετμπολίστας. Ξεκίνησε την καριέρα του από τον Ιωνικό Νικαίας το 1976, ενώ στη συνέχεια γνώρισε μεγάλες διακρίσεις με τις ομάδες του Άρη Θεσσαλονίκης και του Παναθηναϊκού. Κατέκτησε το κύπελλο Ευρώπης το 1991 με τον Άρη και… … Dictionary of Greek
Ίνκας — Λαός του κλάδου Κετσούα, που δημιούργησε τη μεγαλύτερη προκολομβιανή αυτοκρατορία στη Νότια Αμερική, η οποία, κατά την εποχή της κατάκτησης από τον Ισπανό Φρανθίσκο Πιθάρο, εκτεινόταν από το σημερινό κράτος του Ισημερινού έως τη βόρεια Χιλή και… … Dictionary of Greek
Κορώνης, Ξένος — (11ος αι.). Βυζαντινός υμνογράφος από την Κορώνη. Διετέλεσε πρωτοψάλτης της Αγίας Σοφίας. Έγραψε εγχειρίδιο μουσικής, στο οποίο πραγματεύεται τους ήχους και τις φθορές της βυζαντινής μουσικής. Συνέθεσε τα ανοιξαντάρια (ύμνοι που ψάλλονται στον… … Dictionary of Greek
Κρέμερ, Χέρμπερτ — (Herbert Kroemer, Βαϊμάρη 1928 –). Γερμανός φυσικός. Ξεκίνησε να σπουδάζει φυσική στο πανεπιστήμιο της Ιένα, αλλά η μεταπολεμική διαίρεση της Γερμανίας τον οδήγησε στην απόφαση να μεταγραφεί στο Γκέτινγκεν, στη νεοσυσταθείσα Δυτική Γερμανία, όπου … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek